- λιπώδης
- ης, ες1) жирный, сальный; 2) анат. жировой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λιπώδης — fatty masc/fem acc pl (attic epic doric) λιπώδης fatty masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) λιπώδης fatty masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπώδης — ες (Α λιπώδης, ῶδες) [λίπος] αυτός που έχει πολύ λίπος, λιπαρός, παχύς νεοελλ. 1. αυτός που έχει τις ιδιότητες τού λίπους 2. φρ. α) «λιπώδης ιστός» βιολ. τύπος ερειστικού ιστού που τα συστατικά του στοιχεία, δηλαδή τα λιποκύτταρα, είναι… … Dictionary of Greek
λιπώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. αυτός που είναι γεμάτος λίπος, λιπαρός, παχύς. 2. αυτός που είναι όμοιος με λίπος: Λιπώδης ιστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λίπος ή λιπώδης ιστός — Ένας από τους ιστούς που συνιστούν τον οργανισμό. Διαμοιράζεται στον υποδόριο ιστό και συσσωρεύεται κυρίως σε ορισμένες περιοχές του σώματος, ανάλογα με την ηλικία, το φύλο και την ατομική κατασκευή, ενώ απουσιάζει από άλλες. Συμβάλλει αισθητά… … Dictionary of Greek
λιπωδέστερον — λιπώδης fatty adverbial comp λιπώδης fatty masc acc comp sg λιπώδης fatty neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπώδη — λιπώδης fatty neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λιπώδης fatty masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λιπώδης fatty masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπῶδες — λιπώδης fatty masc/fem voc sg λιπώδης fatty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπώδεις — λιπώδης fatty masc/fem acc pl λιπώδης fatty masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπώδεσι — λιπώδης fatty masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπώδους — λιπώδης fatty masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek